τζαμαρία

τζαμαρία
η
1) застеклённое помещение; 2) см. τζαμιλίκι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τζαμαρία" в других словарях:

  • τζαμαρία — η, Ν 1. εξώστης ή άλλος χώρος κατοικίας που περιβάλλεται από υαλοπίνακες 2. χώρισμα, διάφραγμα με υαλοπίνακες 3. το υαλοστάσιο, το πλαίσιο στο οποίο στηρίζονται οι υαλοπίνακες 4. (μτφ. και ειρων.) τα ματογυάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τζάμι + κατάλ. αρία …   Dictionary of Greek

  • τζαμαρία — η φράγμα από τζάμια, υαλόφραχτος χώρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -αρία — παραγωγική κατάλ. θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, η οποία αποσπάστηκε από αφηρημένα ουσιαστικά σε ία, παράγωγα ονομάτων ουσιαστικών ή επιθέτων σε αρος πρβλ. αδέκαρος αδεκαρία, απένταρος απενταρία, φαντάρος φανταρία. Στη συνέχεια η κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • γαλαρία — η 1. η μεγάλη στοά ενός μεγάρου 2. εξώστης σπιτιού με τζαμαρία που χρησιμεύει συνήθως ως διάδρομος 3. υπόγεια στοά ορυχείου 4. ο τελευταίος εξώστης ενός θεάτρου με το φθηνότερο εισιτήριο, συνήθως χωρίς αριθμημένες θέσεις 5. οι θεατές που… …   Dictionary of Greek

  • διάφωτος — η, ο (Μ ος, ον) αυτός που φωτίζεται σ όλη του την έκταση, κατάφωτος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το διάφωτο εξώστης με τζαμαρία, τζαμιλίκι …   Dictionary of Greek

  • εξώστεγο — και ξώστεγο, το στεγασμένος εξώστης συχνά με τζαμαρία …   Dictionary of Greek

  • υαλοστάσιο — το, Ν 1. πλαίσιο στο οποίο προσαρμόζονται οι υαλοπίνακες 2. διάφραγμα ή τοίχος κατασκευασμένος με υαλοπίνακες, κν. τζαμαρία ή τζαμλίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + στάσιο (< στάτης < ίστημι), πρβλ. κλιμακο στάσιο. Η λ., στον λόγιο τ. ὑαλοστάσιον …   Dictionary of Greek

  • υαλόφραγμα — το, Ν χώρισμα χώρου με τζαμαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + φράγμα] …   Dictionary of Greek

  • υαλόφρακτος — και υαλόφραχτος, η, ο, Ν 1. (για χώρο) αυτός που περικλείεται από υαλοπίνακες 2. το ουδ. ως ουσ. το υαλόφρακτο το τζαμωτό, η τζαμαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + φρακτός (< φράζω), πρβλ. σιδερό φρακτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • (ε)ξώστεγο — το εξώστης στεγασμένος ή υαλόφραχτος, χτιστό (ή τζαμωτό) μπαλκόνι, γαλαρία, τζαμαρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»